ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ


 ΚΑΙΣΑΡΕΙΑ   (Kayseri).

Πόλη (528.818 κάτοικοι στην απογραφή του 2000) της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (16.917 τ. χλμ., 1.070.000  κάτοικοι στην απογραφή το 2000).
Κεντρική Πλατεία
Είναι χτισμένη στους βόρειους πρόποδες του όρους Ερτζιγιάς Νταγ (κατά την αρχαιότητα ονομαζόταν Αργαίος), σε υψόμετρο 1.055 μ.,  στο κέντρο της Aνατολίας.
Η αρχική ονομασία της Καισάρειας ήταν Μάζακα, από τη μεγάλη καππαδοκική θεότητα Μα.
Στην ελληνιστική εποχή, όταν η Καππαδοκία ήταν ανεξάρτητο βασίλειο, ονομάστηκε από την φιλελληνική τοπική δυναστεία των Αριερέθων, Ευσέβεια.
Αρμένικη Εκκλησία
Το 20 μ.Χ. ο Τιβέριος έκανε την Καππαδοκία ρωμαϊκή επαρχία, τη μετονόμασε Καισάρεια  προς τιμήν του θετού πατέρα του, Καίσαρα Αυγούστου.
Στους Έλληνες είναι πασίγνωστη ως η γενέτειρα του Μεγάλου Βασιλείου.
Ο άγιος Bασίλειος ήταν ο ιδρυτής του ομώνυμου μοναστικού τάγματος, ο οποίος έχτισε τον 4ο αι. μία εκκλησία και ένα μοναστήρι στα βόρεια της πόλης, προσελκύοντας χιλιάδες χριστιανούς μοναχούς. Επίσης, ο ίδιος ίδρυσε και τη Βασιλειάδα, συγκρότημα φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (πτωχοκομεία, ορφανοτροφεία, νοσοκομεία).
Μεντρεσές Σαχαμπιέ
Η Καισάρεια. ήταν πρωτεύουσα της Καππαδοκίας και έδρα ορθόδοξου μητροπολίτη, ο οποίος, σύμφωνα με την εκκλησιαστική τάξη, ήταν στην ιεραρχία πρώτος μετά τον πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης· γι’ αυτό είχε τον τίτλο Πρωτόθρονος, Υπέρτιμος των Υπερτίμων και Έξαρχος πάσης Ανατολής. Ο μητροπολίτης έμενε στη μονή του Τιμίου Προδρόμου, στη γειτονική κωμόπολη Ζιντζίντερε (Φλαβιανά).
Τείχη Ιουστινιανού
Εκτός από το Μέγα Βασίλειο εδώ διέπρεψαν με τον βίο και την πολιτεία τους άνδρες που πέρασαν στην ιστορία ως «Μεγάλοι Καππαδόκες Αγιοι», όπως οι ιεράρχες Λεόντιος και Ευσέβιος και οι κορυφαίοι μυστικοί θεολόγοι της Ορθοδοξίας, Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός και Γρηγόριος ο Νύσσης. Σε όλο το βυζαντινό θέμα τότε, ιδρύθηκαν φιλανθρωπικά και ευαγή ιδρύματα, βιβλιοθήκες και μοναστήρια. Ταυτόχρονα οι αυτοκράτορες, εκτιμώντας την γεωστρατηγική θέση της περιοχής στην αντιμετώπιση πρώτα των Περσών και μετά των Αράβων, την κατέστησαν κέντρο στρατιωτικής εκπαίδευσης, έκτισαν κάστρα και μοίρασαν κτήματα στους περίφημους Ακρίτες του βυζαντινού ελληνισμού.
Η πόλη, αφού κατελήφθη από τους Άραβες, τους Σελτζουκίδες, τους Mογγόλους και τους Mαμελούκους, το 1515 αποτέλεσε οριστικά τμήμα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών το 1924, η Καισάρεια διέθετε μια σχετικά μικρή, αλλά ανθηρή ελληνική κοινότητα ( περίπου 1.000 άτομα), με τέσσερις εκκλησίες, τρία αρρεναγωγεία και ένα παρθεναγωγείο.
 Η περιοχή της Καισάρειας θεωρείται ότι είναι η περιοχή με την ισχυρότερη ελληνική παρουσία σε ολόκληρη την Καππαδοκία. Τα περισσότερα από τα χωριά που είχαν έντονο ελληνικό στοιχείο βρίσκονται σε σχετικά μικρή απόσταση από την πόλη και όλα είχαν μεικτό πληθυσμό Ελλήνων, Αρμενίων και Τούρκων : Talas –Moυταλάσκι, Endruluk – Ανδρονίκι, Zinzindere- Φλαβιανά,  Resandiye- Στρέφανα. Το Talas –Moυταλάσκι είχε ανθηρή ελληνική κοινότητα, ενώ ήταν τόπος καταγωγής του Αγίου Σάββα. Εδώ υπάρχει ένας τρωγλοδυτικός οικισμός, αλλά και η εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου (Παναγία Καπουσή) που σήμερα λειτουργεί ως τζαμί. Στο Endruluk – Ανδρονίκι υπάρχει ένας επιβλητικός αλλά ημιερειπωμένος ναός του Αγίου Ανδρόνικου και στο Resandiye- Στρέφανα υπάρχει ναός της Θεοτόκου.  Το Zinzindere- Φλαβιανά ήταν το σημαντικότερο θρησκευτικό κέντρο της περιοχής με τη σπουδαία μονή του Τιμίου Προδρόμου να θεωρείται η συνέχεια της μονής Φλαβιανών στην οποία ασκήτεψε ο Άγιος Σάββας.
Οι σύγχρονες συνοικίες της Καισάρειας εκτείνονται γύρω από το γραφικό μεσαιωνικό της κάστρο, το οποίο περιβάλλεται από ογκώδη τείχη και περικλείει την παλιά πόλη, που χαρακτηρίζεται από στενοσόκακα και χαμηλά σπιτάκια. Η πόλη διαθέτει πολλά αρχιτεκτονικά μνημεία, τα περισσότερα από τα οποία είναι σελτζουκικής τέχνης, όπως το Ουλού τζαμί (που έχτισε το 1135 ο Μελίκ Μεχμέτ Γαζή), το τζαμί και το μαυσωλείο Xoνάτ Χατούμ (κτίσμα του 1237) και ο μεντρεσές Σαχαμπιέ (κτίσμα του Σελτζούκου βεζίρη Σαχίπ Ατά, 1267). Τα τείχη της, αρχικό κτίσμα του Ιουστινιανού, συμπληρώθηκαν αργότερα από τους διάφορους κατακτητές (Σελτζούκους, Καραμάνογλου, Οθωμανούς).

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχει ένας θρύλος ότι στο μεγάλο τζαμί της πόλης βρίσκονται τα λείψανα του Μεγάλου Βασιλείου. Στο μουσείο της πόλης υπάρχουν επιτύμβιες στήλες στα ελληνικά και στα καραμανλήδικα (τουρκικά με ελληνικούς χαρακτήρες), όπως επίσης και μια σαρκοφάγος με ανάγλυφες παραστάσεις των άθλων του Ηρακλή.
Σήμερα η Καισάρεια έχει εξελιχθεί σε εμποροβιομηχανικό κέντρο με παράλληλη ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας ,αποτελεί κέντρο διανομής γεωργικών προϊόντων, ενώ είναι έδρα κλωστοϋφαντουργιών (περίφημα είναι τα μάλλινα και τα μεταξωτά χαλιά της), βιομηχανιών τροφίμων, μηχανημάτων, κατεργασίας δερμάτων και τσιμέντου.