ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ - ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ  

ΓΕΩΡΓΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

Η Καππαδοκία (Τουρκικά Kapadokya), αρχαία ελληνική λέξη που προέρχεται από το Περσικό: Κατπατούκα που σημαίνει "η χώρα των όμορφων αλόγων", είναι μία από τις μεγαλύτερες περιοχές της ανατολικής Μικράς Ασίας. 

Οι κάτοικοι της Καππαδοκίας λέγονται Καππαδόκες (εν. Καππαδόκης -κη (καθ. Καππαδόκης -ου, αλλά και Καππάδοξ -κος).

Για εκατομμύρια χρόνια, τα ισχυρά ηφαίστεια στα Οροπέδια της  Κεντρικής Ανατολίας ξέσπασαν και η λάβα τους ξεχύθηκε σε όλη την γη που εμέλετο να γίνει το λίκνο του πολιτισμού.
Η γη αυτή, ευλογημένη με ένα ήπιο κλίμα και το γόνιμο έδαφος, αποτέλεσε μία από τις πρώτες γνωστές κοινότητες που ιδρύθηκαν στον κόσμο πριν από 10.000 χρόνια στο Catalhoyuk κατά μήκος του ποταμού της Casambasuyu κοντά στο Ικόνιο.
 Η πρώτη ζωγραφική φύση της ανθρωπότητας βρέθηκε σχεδόν 9.000 χρόνια πριν και που απεικονίζει την πιο πρόσφατη έκρηξη του όρους Χασάν Dagi.
Σήμερα, κάτω από τις χιονισμένες κορυφές στην πεδιάδα του Ικονίου κυριαρχούν οι τεράστιες εκτάσεις σιταριού που δημιουργούν μια παλέτα χρωμάτων με τις χρυσές αποχρώσεις των σιτοβολώνων και την χρώματος της ώχρας του χώματος που διακόπτεται μόνον όταν ρέουν ποτάμια και ψηλές λεύκες με την πρασινάδα τους.
Στα ανατολικά του Χασάν Dagi, στο όρος Αργαίο (Argeus) ένα άλλο μεγάλο ηφαίστειο το Erciyes Dagi με την τρομερή έκρηξη του ενέπνευσε μύθους ως “κατοικία των Θεών”. Οι Πέρσες έχτισαν εκεί τον Zoroastrian τον ναό τη φωτιάς.
Αυτά τα δύο αρχαία ηφαίστεια δυτικά και ανατολικά σηματοδοτούν τα όρια μιας περιοχής που είναι γνωστή για το περίεργο ηφαιστειακό τοπίο της που αδυσώπητα έχει «σκαλιστεί» από τη φύση και από τους ανθρώπους που έχουν ζήσει εκεί.
Σήμερα το έδαφός της ανήκει σε πέντε τουρκικές επαρχίες: Καισάρειας, Νίγδης, ΚίρΣεχίρ, Ακσαραι, Νεβσεχίρ.
Οι «νεραιδοκαμινάδες», κώνοι και παράξενα πετρώματα έχουν δημιουργηθεί σαν γλυπτό από τον αέρα και τη βροχή, ενώ υπόγειες πόλεις έχουν ανασκαφεί από ένα λαό που αναζητούσε καταφύγιο από τους κατακτητές και τους επίδοξους κατακτητές, που διέσχιζαν την ανοικτή και γεμάτη στέπες γή στα οροπέδια της Κεντρικής Ανατολίας.
Αρχαίες φυλές της Ανατολίας, οι Ασσύριοι, οι Χετταίοι, οι Φρύγες, Τούρκικες  φυλές από την Κεντρική Ασία, οι Μογγόλοι, Πέρσες, Σύριοι, Άραβες, Κούρδοι, Αρμένιοι, Σλάβοι, Έλληνες, Ρωμαίοι και Δυτικοευρωπαίοι, όλοι πέρασαν αφήνοντας πίσω τους μερικές από τις παραδόσεις τους, καθιστώντας στην Καππαδοκία ένα περιβάλλον σουρεαλιστικό όσο και εξωτικό.
Το ελληνιστικό βασίλειο της Καππαδοκίας περιελάμβανε την ευρύτερη περιοχή ανατολικά του Ικονίου που οριζόταν από το Ακσαράι, περιοχή αρκετά σπουδαία με το ποτάμι Melendiz να ρέει κατά μήκος της παλαιάς «εμπορικής οδού του μεταξιού» που συνέδεε την Περσία με το Αιγαίο Πέλαγος στη δύση, την Καισάρεια (Kayseri) κάτω από το όρος Αργαίος στην διασταύρωση των μεγάλων εμπορικών δρόμων που οδηγούσαν στη Μεσοποταμία, την Αρμενία, και τον Βόσπορο προς τα ανατολικά, την Νίγδη (Nigde) την περιοχή ανάμεσα στα ηφαιστειακά βουνά Melendiz, συμπεριλαμβανομένου του Όρους Χασάν και την οροσειρά Νίγδη, πλούσια σε σίδηρο και λευκό μάρμαρο  στα νότια και το Κιρσεχίρ ή Ιουστιανούπολη προς τα βόρεια.

Ενδιαφέρουσες περιοχές για τους Έλληνες επισκέπτες αποτελούν οι υπόγειες πόλεις της Kaymakli και Derinkuyu καθώς και οι βραχώδεις σχηματισμοί του Goreme και Ζέλβε με τις αναρίθμητες βυζαντινές εκκλησίες που βρίσκονται μέσα στην τριγωνική περιοχή που οριοθετείται από το Avanos και το Urgup.


ΙΣΤΟΡΙΚΑ  ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Στην αρχαιότητα υπήρχαν δύο Καππαδοκίες. Η Μεγάλη Καππαδοκία, που εκτείνονταν προς τον Ταύρο, με πρωτεύουσα τη Μάζακα και, επί Αλεξανδρινών χρόνων η Ευσέβεια. Άλλες μεγάλες πόλεις ήταν η Καισάρεια, η Μελίτη ή Μελιτηνή (Μαλάτια), η Τύανα (Χριστούπολη) που καταστράφηκε τον 8ο αιώνα και η Κόμανα προς τον Αντίταυρο, αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο.
Η άλλη, αποκαλούνταν Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (Κερασούντα), Τραπεζούντα, Αμάσεια και Κόμανα Ποντική.

 ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ

Οι Καππαδόκες πρέπει να εγκαταστάθηκαν μετά το 1600 π.Χ., αφού εκεί ήταν το κράτος των Χετταίων. Οι Καππαδόκες ήταν λαός πολεμικός, είχαν στρατιωτική οργάνωση με ανώτατο άρχοντα και άλλους ηγεμόνες. Μετά την εγκατάστασή τους, δημιούργησαν πολλά μικρότερα κράτη με κληρονομικές δυναστείες, με ανώτατο άρχοντα το βασιλιά.
Ο πρώτος που μνημονεύει τη Καππαδοκία ήταν ο Ηρόδοτος. Οι παλαιότεροι Έλληνες τους αποκαλούσαν Λευκοσύριους ή Συρίους Καππαδόκες.

ΠΕΡΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Περί το 1100 π.Χ., Καππαδοκία δέχτηκε επίθεση από τους Ασσυρίους του βασιλιά Τιγλατπιλεζάρ Α’. Περί το 9ο αιώνα π.Χ., η Καππαδοκία δέχθηκε μεγάλη επιδρομή των Σκυθών, ενώ τον 8ο αιώνα π.Χ. την επίθεση των Μήδων και Περσών. Τον 6ο αι. π.Χ. υποτάχθηκε οριστικά στους Πέρσες και ο Κύρος την προσάρτησε στο περσικό κράτος. Την περίοδο αυτή το κράτος διαιρέθηκε σε σατραπείες. Ένας από τους άρχοντες της Καππαδοκίας ο Αριαράθης Α', κατάφερε να ενώσει υπό την εξουσία του όλη τη Καππαδοκία τον 4ο π.Χ. αιώνα. Τον διαδέχτηκε, μετά θάνατο, ο γιος του Αριαράθης Β'. Την περίοδο αυτή η Καππαδοκία αποτελούσε ένα μεγάλο αυτόνομο κράτος μέσα στην Περσική αυτοκρατορία.

 ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ

Ο Μέγας Αλέξανδρος στην προέλασή του προς την Ανατολή κατέκτησε ολόκληρη την Καππαδοκία και διέλυσε τα στρατεύματα του Αριαράθη Β'. Ο Μέγας Αλέξανδρος σεβάστηκε την αυτονομία της Καππαδοκίας και τη διατήρησε μέχρι το θάνατό του οπότε και οι διάδοχοί του τη κατέλαβαν και την έδωσαν στον Ευμένη (322 π.Χ.). Το 315 π.Χ. καταλήφθηκε από τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο, όμως μετά τη μάχη στην Ιψό υπάχτηκε στο κράτος των Σελευκιδών.
Πολύ γρήγορα ανέκτησε την αυτονομία της με τον Αριαράθη Γ', ο οποίος κατέλαβε τη Μεγάλη Καππαδοκία και τον Μιθριδάτη, που κατέλαβε την άλλη του Πόντου. Ο Μιθριδάτης ΣΤ' Ευπάτωρ αφού εκδίωξε και κακοποίησε τον Αριαράθη Η' (1ος αιώνας π.Χ.), κατάφερε να ενώσει τις δύο Καππαδοκίες σε μία..
Από τον Αριαράθη Γ' μέχρι τον Αριαράθη Η', στη Μεγάλη Καππαδοκία καλλιεργήθηκαν με ζήλο τα ελληνικά γράμματα και η φιλοσοφία, δίνοντας πρώτοι το παράδειγμα οι ίδιοι οι ηγεμόνες της. Ο δε Αριαράθης ΣΤ' είχε έρθει και στην Αθήνα.
Οι ηγεμόνες της Ποντικής Καππαδοκίας συνετέλεσαν πολύ ώστε να καταστήσουν τη χώρα τους κέντρο του ελληνισμού. Όταν ένωσαν σε μία τη χώρα, επέκτειναν το κράτος τους προς την Κριμαία, τον Καύκασο, την Κολχίδα και τη Συρία.

ΡΩΜΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ

Αργότερα ο Μιθριδάτης Στ' ο Ευπάτωρ συγκρούστηκε με τη Ρώμη, με την οποία διεξήγαγε τρεις πολέμους (Μιθριδατικοί πόλεμοι). Σπουδαιότερος από αυτούς ήταν ο 1ος (88-85 π.Χ.), κατά τον οποίο νικήθηκε στη Χαιρώνεια από τον Σύλλα και υποχρεώθηκε με τη Συνθήκη της Δαρδάνου να πληρώσει μεγάλη πολεμική αποζημίωση, και ο 3ος (74-65 π.Χ.), κατά τον οποίο με σύμμαχο το γαμπρό του Τιγράνη, βασιλέα των Αρμενίων, προσπάθησε να κατακτήσει τη Βιθυνία αλλά νικήθηκε αρχικά από τον Λούκουλλο και στη συνέχεια από τον Πομπήιο. Τότε κατέφυγε στην Κριμαία, όπου και δολοφονήθηκε.
Οι Ρωμαίοι τότε κατέλυσαν το Καππαδοκικό κράτος μεταβάλλοντάς το σε ρωμαϊκή επαρχία. Το 70 π.Χ. επανίδρυσαν το κράτος της Καππαδοκίας υπό τον Αριοβαρζάνη. Όταν αυτός πέθανε χωρίς να αφήσει απογόνους, ο Μάρκος Αντώνιος έδωσε το θρόνο στον Καππαδόκη Αρχέλαο, λόγιο και συγγραφέα, τον οποίο και κάλεσε στη Ρώμη όπου και πέθανε το 17 μ.Χ., χωρίς διάδοχο. Τότε η Καππαδοκία χωρίστηκε σε 3 επαρχίες.

ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ   ( Οι Τρεις Ιεράρχες )

Κατά την περίοδο αυτή, Καππαδοκία νοείται πλέον μόνο η Μεγάλη Καππαδοκία ενώ εκείνη προς τον Πόντο έχει πλέον καθιερωθεί με το όνομα Πόντος. Πόλεις ονομαστές αυτή τη περίοδο είναι η Αριαθάμια (στον ποταμό Σάρο), η Τάβια, η Νύσσα, η Μωκισσός (στον ποταμό Άλυ), η Αραβισσός, η Κολώνεια, η Ηράκλεια και η Ναζιανζός.
Τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο εξελληνισμός της περιοχής βοήθησε τα μέγιστα στη εξάπλωση του Χριστιανισμού. Αξιόλογα κέντρα του Χριστιανισμού στην Καππαδοκία ήταν η Καισάρεια, η πρώτη σε ιεραρχία και κύρος μητρόπολη του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Ιδίως η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική και θρησκευτική κίνηση. Τον 3ο-5ο αιώνα ακμάζει η παιδεία και διακρίνονται οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι κατάγονταν από την Καππαδοκία, όπως ο Βασίλειος ο Μέγας, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Γρηγόριος Νύσσης, ο Γρηγόριος ο Νεοκαισαρείας, ο Φερμελιανός ο Καισαρείας, ο Λεόντιος και ο Ευσέβιος Καισαρείας κ.α.

Επί Μεγάλου Κωνσταντίνου η Καππαδοκία ενώθηκε με τον Πόντο και αποτέλεσε μικρό κράτος υπό τον ανεψιό του Αννιβαλιανό. Αλλά επί των διαδόχων του Αννιβαλιανού έγινε πάλι επαρχία του Βυζαντίου, δεχόμενη επιδρομές από γύρω λαούς.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο. Στον Ταύρο και Αντίταυρο κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα, τα λεγόμενα Κλεισούρες, ενώ στα πεδινά συγκέντρωναν στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Στην Καππαδοκία συγκέντρωσε το στρατό του ο Ιουστινιανός κατά των Περσών, και ο Ηράκλειος, όταν νίκησε τον Χοσρόη Β’ (623). Τελικά όμως υπέκυψε κάτω από το βάρος των επαναλαμβανόμενων επιθέσεων των Αράβων, οι οποίοι κατέλαβαν για μεγάλο χρονικό διάστημα τη χώρα πέραν του Αντιταύρου. Η Καππαδοκία ανακαταλήφθηκε από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία το 10 αιώνα.

Να σημειωθεί ότι ο βυζαντινός στρατηγός Νικηφόρος Φωκάς και μετέπειτα αυτοκράτορας είχε γεννηθεί στην Καππαδοκία. Μάλιστα με αφορμή την επίσκεψή του στην Καππαδοκία οικοδομήθηκε η εκκλησία Buyuk Guvercύnlύk (Μεγάλου Περιστερώνα) του Τσαβουσίν. 

 ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

Στα τέλη του 11ου αιώνα, οι Σελτζούκοι Τούρκοι υπέταξαν την Καππαδοκία και, μετά τη διαίρεση του κράτους των Σελτζούκων, απετέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ. Το 13ο αιώνα, μετά τη διάλυση και αυτού του κράτους, έγινε αυτόνομη χώρα κάτω από τη Δυναστεία Καραμάν εξ ου και το όνομα Καραμανία. Λίγο μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους.
Μετά τη κατάληψη της Καππαδοκίας από τους Οθωμανούς και επειδή η χώρα δεν ήταν και τόσο εύφορη, άρχισε η μετανάστευση των Χριστιανών προς τη Μερσίνη, την Αλεξάνδρεια, την Κωνσταντινούπολη, τη Σμύρνη και προς την Αμισό.
Το 19ο αιώνα άρχισε μια νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών γραμμάτων στην Καππαδοκία, ιδίως μετά το 1870, όταν στο μητροπολιτικό θρόνο της Καισαρείας ήταν ο πρώην Διευθυντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος (Κλεόβουλος). Αυτός συνετέλεσε στην ίδρυση Καππαδοκικής Αδελφότητας στη Κωνσταντινούπολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων. Το 1922 οι Έλληνες κάτοικοί της έφυγαν διωγμένοι και ήρθαν να ζητήσουν καταφύγιο στην Ελλάδα.